- τετράφυλλος
- -η, -ο / τετράφυλλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ναυτός που αποτελείται από τέσσερα φύλλα («τετράφυλλη πόρτα»)νεοελλ.1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η τετράφυλλοςβοτ. σύνθετο παλαμοειδές φύλλο με τέσσερα φυλλάρια τα οποία εκφύονται από το ίδιο σημείο2. το ουδ. ως ουσ. το τετράφυλλογεωμετρικό σχήμα που μοιάζει με τέσσερα ελλειψοειδή φύλλα διατεταγμένα σταυροειδώςνεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα τέσσεραμσν.το ουδ. ως ουσ. είδος αυτοκρατορικού στέμματος από το οποίο ανορθώνονται τέσσερα χρυσά φύλλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ἑπτά-φυλλος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quadrifoliate < quadri-, που ανάγεται στο λατ. quattuor «τέσσερα» και έχει αποδοθεί με το τετρ(α)-* + -foliate (< λατ. foliatus < folium «φύλλο»)].
Dictionary of Greek. 2013.